μετουσιώνομαι

μετουσιώνομαι
μετουσιώνομαι, μετουσιώθηκα, μετουσιωμένος βλ. πίν. 4

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μετουσιώνω — (ΑΜ μετουσιῶ, όω) [μετούσιος] 1. μεταβάλλω την ουσία, τη φυσική υπόσταση πράγματος νεοελλ. μσν. (το παθ.) μετουσιώνομαι (για τον άρτο και τον οίνο τής θείας μεταλήψεως) μετατρέπομαι σε σώμα και αίμα Χριστού …   Dictionary of Greek

  • μετουσιώνω — μετουσίωσα, μετουσιώθηκα, μετουσιωμένος 1. μεταβάλλω την ουσία κάποιου: Το σώμα μετουσιώθηκε σε πνεύμα. 2. το μέσ., μετουσιώνομαι (για τον άρτο και τον οίνο της Θείας Ευχαριστίας), μεταβάλλομαι σε σώμα και αίμα Χριστού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”